- βολβοειδής
- βολβο-ειδής, zwiebelartig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
βολβοειδής — bulb like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολβοειδής — ές (AM βολβοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα βολβού … Dictionary of Greek
βολβοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα βολβού: Το κρεμμύδι έχει βολβοειδείς ρίζες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βολβοειδῆ — βολβοειδής bulb like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βολβοειδής bulb like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βολβοειδής bulb like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολβοειδοῦς — βολβοειδής bulb like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
βολβώδης — ες (Α βολβώδης, ες) [βολβός] ο βολβοειδής … Dictionary of Greek
βεννετιτικά — Φανερόγαμα γυμνόσπερμα απολιθώματα φυτών. Φύτρωναν κατά τη διάρκεια ολόκληρου του μεσοζωικού, έφτασαν στο μέγιστο της διάδοσης κατά την ιουράσιο περίοδο και εξαφανίστηκαν κατά την κρητιδική περίοδο (ένας από τους τελευταίους αντιπροσώπους είναι… … Dictionary of Greek